γλιστρίδι

γλιστρίδι
το
βλ. γλιστρίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλιστρίδα — και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) [γλιστρώ] 1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα 2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» φλυαρεί ακατάσχετα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”